- Αντίλ(λ)αι
- αι , Αντίλ(λ)ες οι Антильские острова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Σάλαχ ελ Ντιν — Όνομα δύο σουλτάνων. Ελληνοποιημένος τίτλος Σαλαδίνος. 1. Σ. ελ N., Γιούσεφ Ιμπν Αγιούμπ. Πρώτος σουλτάνος της δυναστείας των Αγιουβιδών της Αιγύπτου και της Συρίας (Τακρίτ, Μεσοποταμία 1138 Δαμασκός 1193), κουρδικής καταγωγής, γνωστός και με το… … Dictionary of Greek